ἱππαρμοστής

ἱππαρμοστής
ἱππ-αρμοστής, οῦ, , Laced. for ἵππαρχος,
A commander of cavalry, X.HG4.4.10,5.12; cf. ἵπφαρμος.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ιππαρμοστής — ἱππαρμοστής, ὁ (Α) λακων. τ. αντί ίππαρχος* («Πασίμαχος ό ίππαρμοστής», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰππ(ο) * + ἁρμοστής (< ἁρμόζω)] …   Dictionary of Greek

  • ἱππαρμοστής — commander of cavalry masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππαρμοστήν — ἱππαρμοστής commander of cavalry masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”